υψιπέταλος

υψιπέταλος
και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, -ον, Α
(κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ-πέταλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑψιπετάλους — ὑψιπέταλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπέταλοι — ὑψιπέταλος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιπέτηλος — ον, Α (ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”